- ξυλοπόδαρο
- τοτεχνητό ξύλινο πόδι, αλλ. καλόβαθρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλόβαθρο — το (AM καλόβαθρον) καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο κάτω μέρος τους από μια μικρή βαθμίδα πάνω στην οποία πατώντας μπορεί κάποιος να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος πάνω από το έδαφος, αλλ. ξυλοπόδαρο νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κωλόβαθρον — κωλόβαθρον, τὸ (Α) το ξυλοπόδαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + βάθρον (< βαίνω), πρβλ. διά βαθρον, υπό βαθρον] … Dictionary of Greek
ξυλοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει ξύλινα πόδια 2. (σκωπτικά) άνθρωπος με λεπτά και μακριά πόδια 3. το ουδ. ως ουσ. το ξυλοπόδαρο α) ξύλινο πόδι που αντικαθιστά το ακρωτηριασμένο β) το καλόβαθρο γ) το καλαπόδι … Dictionary of Greek
πατίκι — το 1. ξυλοπόδαρο των αναπήρων. 2. γυναικεία παντόφλα χωρίς τακούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)